- κρινοδάχτυλος
- -η, -οαυτός που έχει δάχτυλα μακριά και λευκά σαν τα κρίνα: Στη σκιά χειροπιασμένες, στη σκιά βλέπω κι εγώ κρινοδάχτυλες παρθένες όπου κάνουνε χορό (Δ. Σολωμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.