κρινοδάχτυλος

κρινοδάχτυλος
-η, -ο
αυτός που έχει δάχτυλα μακριά και λευκά σαν τα κρίνα: Στη σκιά χειροπιασμένες, στη σκιά βλέπω κι εγώ κρινοδάχτυλες παρθένες όπου κάνουνε χορό (Δ. Σολωμός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρινοδάχτυλος — και κρινοδάκτυλος, η, ο αυτός που έχει μακριά, λεπτά και άσπρα δάκτυλα («κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + δάχτυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό] …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”